-
1 μέθη
A strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.5.20;ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT 779
;μέθῃ βρεχθείς E.El. 326
;ἡ ἀπειρία τῆς μ. Antipho 4.3.2
;ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.R. 396d
; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά ib. 488c; μ. εὐώδης παλαιός fragrant old wine, Hp.Epid.7.82.II drunkenness,μ. αἰώνιος Pl.R. 363d
;πίνειν εἰς μέθην Id.Lg. 775b
; μέθῃ χρῆσθαι ib. 674a;διὰ μέθης ποιήσασθαι.. τὴν συνουσίαν Id.Smp. 176e
;κωμάζειν μετὰ μέθης Id.Lg. 637b
;τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38
: pl., carousals, Democr.159, Pl.Lg. 682e; , cf. LXX Ju.13.15, Ep.Rom.13.13, etc.2 metaph.,ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ Pl.Lg. 639b
, cf. Metrod.Herc.831.18;μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16
, cf.2.320. -
2 μέθη
μέθη, ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέϑης πλησϑέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησϑεὶς μέϑης Soph. O. R. 779; μέϑῃ βρεχϑείς Eur. El. 326; gew. Trunken heit, Rausch, καλῶς ἔχοντες μέϑης, Her. 5, 20; καὶ πολυοινία, Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέϑῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέϑην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέϑης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν ϑεσμοϑέτην πατάξας τρεῖς εἶχε προφάσεις, μέϑην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέϑης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.
См. также в других словарях:
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek